- λιγυρόφωνος
- λιγυρό-φωνος, mit heller Stimme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιγυρόφωνος — η, ο αυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + φωνος (< φωνή)] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek